- ὑβριστήρ
- ὑβρ-ιστήρ, ῆρος, ὁ, poet. for sq., Opp.C.1.416;A
χόλος Nonn.D.46.5
;ὑβριστῆρες ἴαμβοι AP7.352
:—ὑβριστῆρσι is a v.l. for ὑβριστῇσι in ll.13.633.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χόλος Nonn.D.46.5
;ὑβριστῆρες ἴαμβοι AP7.352
:—ὑβριστῆρσι is a v.l. for ὑβριστῇσι in ll.13.633.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υβριστήρ — ῆρος, ὁ, θηλ. ὑβρίστρια, ΜΑ (ποιητ. τ.) υβριστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑβρίζω + κατάλ. τήρ*] … Dictionary of Greek
ὑβριστῆρας — ὑβριστήρ masc acc pl ὑβριστής violent masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβριστῆρες — ὑβριστήρ masc nom/voc pl ὑβριστής violent masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑβριστῆρι — ὑβριστήρ masc dat sg ὑβριστής violent masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφυβριστήρ — ἐφυβριστήρ, ὁ (Α) [εφυβρίζω] (δ. γρφ. ἐφ ὑβριστήρ) υβριστικός, προσβλητικός («ἐφυβριστῆρας ἰάμβους», Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek
υβρίστρια — ἡ, ΜΑ βλ. ὑβριστήρ … Dictionary of Greek